- διάσκελο
- τό1) (большой) шаг; 2) перевал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκελιά — και δρασκελιά, η και διάσκελο, το 1. διασκελισμός 2. η απόσταση μεταξύ τών δύο ποδιών ανθρώπου με ανοιχτά σκέλη … Dictionary of Greek